- επάρατος
- -η, -ο1. που είναι επιβαρημένος με κατάρα, καταραμένος, αναθεματισμένος.2. μτφ., απαίσιος, αποτρόπαιος, μισητός: Επάρατη αρρώστια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επάρατος — η, ο (AM ἐπάρατος, ον) νεοελλ. απαίσιος, φοβερός, μισητός («η επάρατη κατοχή») αρχ. μσν. επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ. «τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἐπάρατος — ἐπάρᾱτος , ἐπάρατος accursed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρατοτάτων — ἐπαρᾱτοτάτων , ἐπάρατος accursed fem gen superl pl ἐπαρᾱτοτάτων , ἐπάρατος accursed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρατότατον — ἐπαρᾱτότατον , ἐπάρατος accursed masc acc superl sg ἐπαρᾱτότατον , ἐπάρατος accursed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαράτω — ἐπαρά̱τω , ἐπάρατος accursed masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπαρά̱τω , ἐπάρατος accursed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπᾱράτω , ἐπαίρω lift up and set on aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρατον — ἐπάρᾱτον , ἐπάρατος accursed masc/fem acc sg ἐπάρᾱτον , ἐπάρατος accursed neut nom/voc/acc sg ἐπά̱ρατον , ἐπαίρω lift up and set on aor imperat act 2nd dual ἐπά̱ρατον , ἐπαίρω lift up and set on aor ind act 2nd dual (doric aeolic) ἐπά̱ρατον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
εξάγιστος — ἐξάγιστος, ον (Α) 1. (για πρόσ. και άψυχα) επάρατος, καταραμένος, πονηρός, αχρείος («καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον», Αισχίν.) 2. (για πράγμ.) μολυσμένος, ακάθαρτος («ἀσκοὶ ἐξάγιστοι», επιγρ.) 3. αυτός που αναφέρεται στη θρησκεία («ἅ δ … Dictionary of Greek
επαράσιμος — ἐπαράσιμος, ον (Α) επάρατος, επικατάρατος, αποτρόπαιος … Dictionary of Greek
ἐπαρατοτάτη — ἐπαρᾱτοτάτη , ἐπάρατος accursed fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)